- φηρομανης
- φηρομανήςφηρο-μᾰνής2страстно любящий диких животных или дичину
(Διόνυσος Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Διόνυσος Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φηρομανής — ές, Α (ποιητ. τ.) (ως προσωνυμία τού Διονύσου) αυτός που αγαπά υπερβολικά τα άγρια ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φήρ, φηρός, αιολ. τ. τού θήρ + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. ἱππο μανής] … Dictionary of Greek
φηρομανῆ — φηρομανής madly fond of wild animals neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) φηρομανής madly fond of wild animals masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) φηρομανής madly fond of wild animals masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-μανής — (Α μανής) β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών που ανάγεται σε θ. μαν τού μαίνομαι* (πρβλ. μανία) και χαρακτηρίζει άτομα που κατέχονται από μεγάλη επιθυμία, που επιδιώκουν μανιωδώς ή που τούς αρέσει υπερβολικά κάτι.Σύνθετα σε μανής: ανδρομανής,… … Dictionary of Greek
Φήρες — Έτσι ονόμαζαν στα ομηρικά χρόνια τους Κενταύρους (ενικός φηρ). Φ. ονομάζονταν και οι Σάτυροι, και ιδιαίτερα ο Μαρσύας. Ο Διόνυσος λεγόταν και Φηρομανής … Dictionary of Greek